τετράπτωτος

τετράπτωτος
τετρά-πτωτος, ον,
A with four cases, Sch.D.T.p.231 H., Diom.p.309 K., Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετράπτωτος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις πτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πτωτος (< πτῶσις), πρβλ. δί πτωτος] …   Dictionary of Greek

  • τετράπτωτον — τετράπτωτος with four cases masc/fem acc sg τετράπτωτος with four cases neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράπτωτα — τετράπτωτος with four cases neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”